- δόναξ
- (-ακος), ο (AM δόναξΑ και δοῡναξ και δῶναξ)1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείληνεοελλ.κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδουαρχ.1. κρεβάτι από καλάμια2. οτιδήποτε φτιαγμένο από καλάμι (π.χ. ο στύραξ, η άτρακτος τού βέλους)3. η σύριγγα4. καλάμι για ψάρεμα, καλαμίδι5. η γέφυρα, ο καβαλάρης τής λύρας6. γραφίδα, πένα, κοντύλι.
Dictionary of Greek. 2013.